Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Λεξικό παλαιότερης τοπικής διαλέκτου

 

Πόσοι από εμάς, όταν είμαστε παιδιά, δεν παραξενευόμασταν ακούγοντας τους παππούδες, τις γιαγιάδες μας και αραιά και που από τους γονείς μας , να προφέρουν περίεργες λέξεις που δεν μάθαμε  στο σχολείο;
 Είναι νομίζω καιρός να  καταγράψουμε αλφαβητικά,  και να θυμηθούμε   μερικές λέξεις   από το τοπικό λεξιλόγιο των προγονών μας  που πολλές από αυτές δεν είναι  αποκλειστικό προνόμιο της περιοχής μας αφού τις συναντάμε και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας


Αγανός= λεπτός
Αγνάντιο = Θέση με θέα. Περιοχή που είναι ορατή από το απέναντι σημείο
Αγροικάω = Ακούω
Αγκρομάζουμαι  = Ακούω προσεκτικά και κρυφά
Αγκωνή = Άκρη καρβελιού , γωνία εσωτερικά στο σπίτι και γωνιά τζακιού 
Αδειάζω = Έχω χρόνο ή ευκαιρώ
Ακουμπέτι = Παρά ταύτα ( ίσως αυτή η λέξη να έκφραζε αγανάκτηση  )
Αλαφροΐσκιωτος =  Αυτός πού έχει τη δυνατότητα να βλέπει τις νεράιδες και τα ξωτικά
Αλάργα = Μακριά
Αλλαξιά  = Σύνολο ένδυσης για κάθε φορά
Αλύχτισμα = γαύγισμα σκύλου ή αλεπούς
Αλωνάρης  = Ιούλιος
Αμποδάου = Δεν αφήνω
Αμπολάω = Αφήνω
Ανάκαρο  = Δύναμη, αντοχή, κουράγιο
Αναμπαίζω  =  Κοροϊδεύω 
Αναπιάνω =Ετοιμάζω το προζύμι
Αντάρα  = Φασαρία ,ταραχή
Απάγκιο = Μέρος χωρίς αέρα
Απαυτώνω = Κάνω έρωτα με μια γυναίκα
Απίδι= Αχλάδι
Απίστομα = Μπρούμητα , ανάποδα
Απόγινε  = Παρακουράστηκε
Απόγιομα = Απόγευμα
Αποκορωμένος = Καταραμένος
Αποσπερού = Απόψε το βράδυ
Αποσταίνω = Κουράζομαι
Αράδα = Σειρά
Αρίδα = Πόδι
Αρουλιέται = Γαυγίζει επίμονα ο σκύλος
Αρβαλάω = Κάνω θόρυβο
Αρβάλι  = Το μεταλλικό κινητό χερούλι του καζανιού , του τέντζερη κ.τ.λ.
Αρτένομαι = Δεν νηστεύω
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασκί = Τουλούμι
Αστράχα  = To σημείο που συναντείται η κεραμοσκεπή με τον κάθετο τοίχο
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Άφτο = Άφησέ το
Αφόρμησα = Μολύνθηκα
Αχαμνό = Αδύνατο
Αχάραγο = Αφώτιστο
Αχρόνιαγος  =  Εκφράζει τη κατάρα σε ένα χρόνο να μην υπάρχει, να μη χρονίσει
Αχτένιγος ,-η ,-ο = Αχτένιστος


Βαβίζει= Γαυγίζει το σκυλί και επίσης λεγόταν για ανθρώπους που φώναζαν 
Βαγιόλι = Υφαντό πανί ( καρέ ) στον αργαλειό που δίπλωναν  τρόφιμα για μεταφορά
Βαγένι = μεγάλο βαρέλι που μάζευε το νερό της πηγής ή του ποταμού να περνάει μέσα από  το νερόμυλο 
 Βασιλικά = Γενικά τα λουλούδια (πότισες τα βασιλικά σου ;)
 Βασταγούρι = γάιδαρος
 Βασκαντούρης  = έκφραζε ευχή ( ολόκληρο παλικάρι έγινε ο βασκαντούρης που να μη βασκαθεί )
Βέλιουρας =  Ζιζάνιο του κήπου 
Βερσιγέ = Χωρίς πληρωμή , αγορά με δόσεις , πίστωση
Βιός =  Περιουσία
Βίκα = Στάμνα
Βιλάρι = τόπι βαμβακερού  υφάσματος για σεντόνια
Βοίδογλειψιά = τούφα μαλλιών που λείπει από το μέτωπο και μοιάζει να έχει γλύψει βόδι 
Βολύμι = μολύβι
Βολά = μια φορά
 Βουζούνι   = Εξόγκωμα , λίπωμα
Βουλώνω   = Ξεπερνώ το όριο του κορεσμού στο φαγητό (βούλωσα ) 
Βρακοζώνι = Το ανδρικό εσώρουχο με πόδια
Βραγιά = Το καθένα από τα καλλιεργημένα τμήματα κήπου το οποίο περιβάλλεται από αυτοσχέδιο χωμάτινο χώρισμα και στο πάνω μέρος από  ποτιστικό αυλάκι
Βρομομαριά = Πράσινο φτερωτό ζουζούνι που έχει έντονη και άσχημη μυρωδιά 
Βρισιά = Καταπότης αυλακιού
Βρέμα = Ειδική σάλτα ντομάτας  για τηγανιτά ψαριά , πατάτες κ.α. 
Βύθισμα   =  Κατολίσθηση εδάφους    




 
Γαϊδουρομούλαρα = Τα γαϊδούρια και τα μουλάρια
Γανώματα = Τα χάλκινα σκευή μαγειρικής του σπιτιού 
Γανίλα = Στεναχώρια , ταλαιπωρία 
Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος
Γέννημα = Σιτάρι
Γεροξούρας  = ξεμωραμένος γέρος , ξεκουτιάρης
 Γεροκόμισμα =   φροντίδα , περιποίηση γέροντα
Γιαργούτη = Γιαούρτι
Γιατροσόφια  = Τα πρακτικά φάρμακα
  Γιάτρα   = για κοίτα , για πρόσεξε
Γιόμα  = Μεσημέρι
Γιομίζω  =  Γεμίζω
Γιούκος = Σωρός «χοντρών» ρούχων, από σκεπάσματα και στρωσίδια
Γουρνοτσάρουχα  =  Τσαρούχια  από ακατέργαστο δέρμα χοίρου
Γούτος  = Αρσενικό περιστέρι
 Γούβης   = Μπούφος
Γούβρισμα ή γουβριάζω   = σφοδρή ερωτική επιθυμία  
Γώνα  = Γόνατο
Γδυτός = Γυμνός και χωρίς να φοράει όλα τα απαραίτητα ρούχα 
Γκάβαλο = Η κοπριά των μουλαριών , των γαϊδουριών και των αλόγων
Γκάνιαξα = Διψάω πολύ
Γκορδόνι = Κορδόνι  
Γκρινιάουλας  = Αυτός που μόνιμα γκρινιάζει
Γλήγορα  =   Γρήγορα
Γνέματα = Νήματα
Γράνα  =  Χαντάκι






Δανεικαριά = Εργασία, , στα χωράφια συνήθως, με αμοιβή άλλη εργασία
Διακονεύω =  Ζητιανεύω
Διακονιάρης =  Ζητιάνος
Διάτανος   = Διάβολος
Διβολίζω  =   Οργώνω το χωράφι δεύτερη φορά
Διπλάρια  =  Δίδυμα
Διπλαρώνω = Ρίχνω κάποιον κάτω
Διπλώνω = Καλύπτω , σκεπάζω  
Δυάσμος  =  Δυόσμος
Δυχατέρα =  Θυγατέρα
Δοξαπατρί  =  Κατακούτελα , το μέτωπο
Δώθενε =  Από εδώ
 Διμούτσουνη = η δίκαννη καραμπίνα ή η δίκαννη πιστόλα 
 Δρασκελιά = Μεγάλο βήμα
Δροτσίλα =  Εξάνθημα που προκαλείτε από ιδρώτα





Ευκή  =   Ευχή
Εδά = Τώρα
Έμπα  = Μπες μέσα
Εξετάζω = Ερευνώ
Επιστρόφια = Μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης
Έρεψε = Έλιωσε
Εφτού  = Εκεί ακριβώς
Εφτούνο = Αυτό
Εψές = Χθες
Έχουτε = Έχετε


Ζά  =  Ζώα. Κυρίως έλεγαν έτσι   τα μεγάλα ζώα, μουλάρια , γαϊδούρια κ.α.
Ζάγα -ζαγά = Σιγά - σιγά
Ζάρα = Μεγάλη στάμνα
Ζευγολάτης = Αυτός που οργώνει με τα ζώα
Ζεμπερέκι = Πετούγια μοχλού που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δακτύλου
Ζερβά = Δεξιά 
Ζέχνω = Βρωμάω
Ζεύω = Ετοιμάζω τα ζώα για όργωμα
Ζιλές  =  Πλεχτό πουλόβερ
Ζυγιά = Τα όργανα σε κάθε μουσικό συγκρότημα ή το μουσικό συγκρότημα
Ζουβή = Συμφορά
Ζαπώνω = Δαμάζω , καταφέρνω να πιάσω κάποιο ζώο  
Ζουπάω = Πιέζω     
Ζούδι = Ονομασία για ερπετά ή έντομα  
Ζώστρα = Ζώνη 
Ζωνάρι γριάς  = Το ουράνιο τόξο  




Ήφερα = έφερα


Θαμπίζω   = Ισα που διακρίνω ,ίσα που βλέπω
Θαμπίζει = ίσα που  φωτάει  
Θεούρι = Μεγάλο 
Θεριστής = Ιούνιος
Θέλημα = Ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση
Θέλουτε = Θέλετε
Θημωνιά = Συγκέντρωση δεματιών για αλώνισμα, σε έναν μεγάλο σωρό
Θράσος = Ο αδικοχαμένος
Θρονιάζουμαι = Κάθομαι απρόσκλητος σε μια παρέα 





Ίγκλα = Η ζώνη του σαμαριού που δενόταν στη μέση του ζώου
Ισακάτου = Ευθεία κάτου
Ισαπάνου = Ευθεία πάνω
Ισαπέρα = Ευθεία πέρα


Καύτρα  =  Αναμμένο κάρβουνο που εκτοξευόταν  από τη φωτιά
Κακάβι = Το καζάνι που ζέσταιναν  νερό για να πλύνουν
Κακομούτσουνο = Πολύ άσχημο
Κακοφάγανος = δύστροπος στο φαγητό
 Καλύβω = καλύπτω
Κανείνε = δεν είδα κανέναν
Καντούνι = σοκάκι, στενός δρόμος
Κάπαρο  =   Προκαταβολή
 Καβουρντάω = Καβουρντίζω
Kαραμούζα =  Παιδικό παιχνίδι  σε σχήμα πίπιζας
Καθίγκλα = Ξύλινη καρέκλα
 Καλοχαιρετάω = χαιρετάω με εγκαρδιότητα
Καλιάζω = φτιάχνω κάτι ,ταιριάζω ένα πράγμα με κάποιο άλλο  
Καλύβω = Καλύπτω
Καπίστρι = Το χαλινάρι στα ζώα
Καρίτζαφλας = Ο λάρυγγας της κότας, κόκορα
Κάρμα =  Το ψοφίμι
Κασόνι = Είδος ξύλινου φορητού αποθηκευτικού χώρου  (Ντουλάπι)
Καταχώνιασμα = Κρύψιμο 
Κατακεφαλιά = Καρπαζιά
Κατσαφάρα=  Ομίχλη
Κατσικώθηκε = Άνθρωπος  που κάθεται και δεν φεύγει με τίποτα και του μπήκε μια ιδέα και την πραγματοποίησε (του κατσικώθηκε )
Κατσιμπούλα = Μικρή πεταλούδα
Κατσόνι = Ξύλινο μαγκούρι για το μάζεμα των καρπών της ελιάς  , για το τράβηγμα κλαριών κ.τ.λ.
Κατσούλα = Γάτα
Καψερός =   Ο δυστυχισμένος
Κενώνω = Σερβίρω το φαγητό
Κειώνω = Τελειώνω
Κεψές = μεταλλικό τρυπητό που έβγαζαν ότι τάγιζαν  από το λάδι
Κιούπι= Πήλινο μικρό πιθάρι
Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού
Κούρνια = Κατασκευή μέσα στο  κοτέτσι για να ανεβαίνουν οι κότες ( να κουρνιάζουν)
Κυβούρι = Τάφος
Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τις κουβέρτες τα χαλιά , αλλά και τη μπουγάδα
Κοντογούνι = το κοντό παλτό , το κοντό σακάκι κ.α.
Kοκάρι = το μικρό κρεμμύδι που το είχαν  για φύτεμα
Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία
Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια
Kόρα= το εξωτερικό μέρος του ψωμιού , κρούστα
Κόρυζα = αρρώστια πτηνών
Κονταυγές = χαράματα
Κολιτσάκια  =  Μεταλλικά άγκιστρα που χρησίμευαν για το δέσιμο των φορτίων στα σαμάρια των ζώων
Καπίνισμα = Κάπνισμα 
Κορίττος ή κορίττα = Το μέρος που έτρωγε το οικόσιτο χοιρινό
Κοφίνι = Καλάθι
Κοτάω  = Τολμώ
Κούκος  = αντρικό δερμάτινο σκουφί
Κούκλα  = Καλαμπόκι
Κουλούκι  = Κουτάβι
Κουμούτσι ή κουμούτσα = Μεγάλο κομμάτι ψωμιού κομμένο με το χέρι
Κούπωμα = Καπάκι
Κουπώνω = Σκεπάζω
Κούρβουλο = Αυτός που χτυπάει και κουτσαίνεται . Επίσης λεγόταν για όποιον δεν μπορούσε να περπατήσει
Κουρούπι = είδος πήλινου δοχείου ( αγγείο), στο οποίο συνήθως φυλάσσονταν διάφορα στερεά προϊόντα
Κουτρούλι = Σωρός από χώμα στα αμπέλια και σορός από πέτρες που έδειχνε τα σύνορα των χωραφιών
Κουτσούνα = Κούκλα
Κούτελο = Μέτωπο
Κωλώνω = Μετανιώνω και κάνω πίσω
Κωλοτούμπα = Τούμπα στον αέρα
Κλωνά = Κλωστή
Κριάς = Κρέας






Λάκκος = Αργαλειός
Λάκα = Επίπεδο τμήμα εδάφους
Λακάω = Τρέχω
Λαλούδι = Λουλούδι
Λαχίδα = Ένα κομμάτι γη που συνήθως ήταν χωρισμένο με πέτρινο τοίχο  
Λαύρα = Η πολύ μεγάλη ζέστη
Λιάστρα  = Απλωμένα κάτω να τα βλέπει ο ήλιος
Λίγδα  =  Η βρώμια
Λιμπί =  Η αυτοσχέδια  δεξαμενή δίπλα από πηγή
Λιοκόκι = Ο πυρήνας της ελιάς μετά την επεξεργασία του ελαιοτριβείου
Λειτρουγιά = Πρόσφορο
Λεμαριά  =  Γεωργικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται στο όργωμα
Λογίδα = τούφα από τα μαλλιά
Λόπια = Φασόλια ξερά
Λουμώνω = λουφάζω , κρύβομαι
Λουρίδα =  Λωρίδα ή  ζώνη
Λούρα  = Λεπτή  βέργα από ξύλο


Μαγάρα =  Κατεργάρα , κλεψιά
Μαζώνω = Μαζεύω
Μαθές = Bέβαια ή φυσικά ή λοιπόν
Μάνταλο  = είδος σύρτη
Μάμα  =  Τμήμα του πεπτικού συστήματος της κότας
Μάπα = Λάχανο
Μαραγκουλιασμένο =  Το πολύ γινωμένο φρούτο
Μαρτίνι = Κατσίκι
Ματσούκι = Το ρόπαλο, μεταφορικά  ο ξυλοδαρμός
Μελεούνι =  Το μεγάλο πλήθος (εντόμων κ.α. )
Μελιγκόνια = Μυρμήγκια
Μεσάντρα ή μισάντρα   =  Εσωτερικός τοίχος σπιτιού που φτιαχνόταν από σανίδες ή καλάμια
Μεταπράτης  =   Μεσάζων έμπορος
Μιανού = Κάποιου
Μισοφόρι ή μεσοφόρι = Είδος γυναικείου εσωρούχου
Μιτάρια = Εξαρτήματα του αργαλειού
Μολόχα = Γεράνι
Μούργα = Χοντρό λάδι που έμενε στον πάτο του ντεπόζιτου που αποθηκεύανε το λάδι
Μούκουλο  = Περιοχή με πολύ λίπος στην κάτω σιαγόνα ζώων ( γουρουνιού) και μεταφορικά του ανθρώπου
Μουντός  =  Σκούρος, σκοτεινός ( το λέγανε για τον καιρό ή τον ουρανό . μετφ. Για ανθρώπους )
Μουργέλα  =  Μεγάλη μύγα που το τσίμπημά της προκαλεί  αλλεργική αντίδραση
Μπαϊλντίσα = Κουράστηκα πολύ σωματικά ή ψυχικά
Μπακαλέος =  Παστός βακαλάος
Μπαμπουλωμένος   =  Άνθρωπος με καλυμμένο το πρόσωπο
Μπαξές  =  Κήπος
Mπαρέζι = Kεφαλομάντηλο με μικρά κρόσσια στο τελείωμα
Μπατανία = Μάλλινη κουβέρτα αργαλειού που το υλικό ύμφασης ήταν το μαλλί των ζώων
Μπασιά = Οι επισκέψεις στο σπίτι
Μπελερίνα  =  Είδος γυναικείου ρούχου , όπως περίπου είναι η  εσάρπα, μαύρο πλεκτό που φορούσαν οι ηλικιωμένες στους ώμους τους
Μπεζέρισα = Κουράστικα
Μπερσίκι = Κούνια μωρού
Μπούζι = Παγωμένο
Μπουχός ( Mετ. Όλα έγιναν μπουχός ) = Σκόνη
Μπονόρα = Από  νωρίς
Μποστάνι  = Λαχανόκηπος
Μποτίλια  = Μπουκάλα
Μπουμπουλώνομαι = Σκεπάζω το κεφάλι μου 
Μπόλια  =  Πετσέτα
Μποναμάς = Κάθε έκτακτο δώρο . χρηματικό ποσό  κ.τ.λ. καθώς επίσης και το Πρωτοχρονιάτικο δώρο
Μποτίλια =  Η μπουκάλα
Μπότσα = Ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι και πολύ παλιότερα μονάδα υπολογισμού αποδόσεις του ελαιόκαρπου
Μπρίσκαλο = Το άγουρο σύκο
Μπροστύτερα = Νωρίτερα
Μπούραμα  =  Περιεχόμενο του εντέρου των ζώων, που καθαρίζεται μετά το σφάξιμο




Νάκα = Φορητή κούνια για τη μεταφορά των  μωρών
Νέθω =  Γνέθω
Νεροφόρος  = Υδρονομέας , διαχειριστής νερού άρδευσης με πληρωμή
Νιαουρίζω =  Κλαψουρίζω
Νιτερέσι = Συμφέρον , δοσοληψία
Νοματαίοι  = Ο αριθμός ατόμων μιας ομάδας και μιας οικογένειας
Νταβάς  =  Χαλκωματένιο μικρό ταψί με καπάκι
Ντάλε  κουάλε  =  Ίδιος και απαράλλαχτος
Νταμάχι   =   Η κατάχρηση ( η πολύ  δουλειά, κ.λ.π.)
Nταραβέρι  = Δοσοληψία ή συναλλαγή
Ντράβαλα  = Περιπέτειες ,φασαρίες
Ντερέκι =  Ψηλός και αδύνατος άνθρωπος
Ντιπ  = Καθόλου
Ντιριέμαι  =  Διστάζω
Ντορός  = Αχνάρι ή αχνάρια ζώων ή ανθρώπου
Ντορβάς =  Είδος ταγαριού μέσα στο οποίο βάζανε  λίγη ζωοτροφή
Ντόνω =  ξεμουδιάζω
Ντουνιάς  =  Όλος  ο κόσμος





Ξαδειάζω = Ευκαιρώ
Ξακρίζω = Πηγαίνω στην άκρη
Ξαμώνω = Απειλώ να χτυπήσω κάποιον ή κάποιο ζώο
Ξεμπροστιάζω  =  Αποκαλύπτω κάποιον με αντιπαράθεση
Ξάναμμα  =  Προσάναμμα
Ξαποσταίνω =  Ξεκουράζομαι
Ξαρίζω  =  Καθαρίζω με την αξίνα
Ξεγκόφιασμα   =  Εξάρθρωση του ισχίου
Ξεκούμπισμα = Διώξιμο
Ξελιγώθηκα = Πείνασα πολύ
Ξελημεριάζω  =  περνάω όλη τη μέρα μου στο κήπο , στο χωράφι κ.α.
Ξεπεζεύω  = Ξεκαβαλικεύω από το άλογο , το μουλάρι ή τον γάιδαρο  και βρίσκομαι κάπου
Ξερνοβολάω = Κάνω εμετό
Ξεσαγωνιάστηκα = Χασμουριέμαι ή αδυνάτισα πολύ
Ξεσπίνισμα = Η αφαίρεση του σπόρου των φασολιών, του καλαμποκιού κ.α.
Ξεστομώνω =  Αφαιρώ τα εμπόδια που υπάρχουν σε ένα αυλάκι να περνά το νερό
Ξεσυνέρια  = Ανταγωνισμός
Ξινιάρι = Λεπτή αξίνα
Ξιφτέρι = Πανέξυπνος άνθρωπος
Ξυλοκέρατα = Χαρούπια
Ξυλοφάι = Λίμα ξύλου




Ούλος = Όλος
Ολάκερος = Ολόκληρος
Ολούθε = Παντού




Πάγαινε = Πήγαινε
Παλούκι = Χοντρός ξύλινος πάσσαλος
Παππούλης  =  Ιερέας
Παραλογάω = Παραμιλώ
Παραθάρια=  Εμπιστοσύνη  χωρίς αντίκρυσμα
Παραμαγούλες =  Παρωτίτιδα που είναι μια λοιμώδης επιδημική ιογενής νόσος
Παραπανίσο = Επί πλέον
Πατάκα = Πατάτα
Πατικώνω =  Γεμίζω κάτι πιέζοντας 
Παστρικός = Καθαρός
Πασέτο = Μέτρο
Πάφιλας = Λεπτό μεταλλικό έλασμα ορείχαλκου
Πάσκα = Πάσχα
Πέσε μου = Πες μου
Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
Πιτουρίζει = Βρέχει σιγανά , ψιχαλίζει
Παλιοδουλειά = Δραστηριότητα από ηθική άποψη μη επιλήψιμη
Πιλαλάω = Τρέχω
Πελεκάω = Χτυπάω
Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή και πέτρες
Περονιάζει = Διαπερνά
Πετσάφι = Πετσέτα  που χρησιμοποιούταν κατά και μετά το φαγητό
Πεσκέσι =   Δώρο που προσφέρω σε κάποιον
Πιλάλα = Τρέξιμο
Πινίγω = Πνίγω
Πιόμα  =  Ποτό
Ποριά = πετρόχτιστος τοίχος στους κήπους 
Πούργια  =   Πολύ μεγάλα καλαμωτά καλάθια  που χρησίμευαν κυρίως για την μεταφορά της συγκομιδής φρούτων , επιτραπέζιων ελιών κ.α.
Πλεύρη = Πλαγιά
Πλύμα = Νερό ή τυρόγαλο  με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών
Προγκάω =  Τρομάζω, ξαφνιάζω , διώχνω κάποιον μακριά μου





Ρακοπότηρο  =  Μικρό ποτήρι για το σερβίρισμα ρακής κ.α. λικέρ
Ριζάφτι  =  Η ρίζα του αφτιού
Ροδάμι = Τρυφερό βλαστάρι του πουρναριού την Άνοιξη  που τρώνε τα ζώα
Ρόζος  = Εξόγκωμα σε κλαδιά ή κορμούς δέντρων και προεξοχές στο δέρμα της παλάμης ή του πέλματος του ποδιού
Ρούγα = Γειτονιά
Ρούπωσα = Χόρτασα
Ρουφιά = Γουλιά
Ρουφιάνος =  Συκοφάντης , καταδότης


Σάβανο  = Το σεντόνι που τύλιγαν  το νεκρό
Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα υφασμένο στον αργαλειό ή πλεχτό από μαλλί κατσίκας
Σάματις = Μήπως
Σαμαροσκούτι  = Το ύφασμα του σαμαριού
Σαρωματίνα  = Σκούπα για τις αυλές των σπιτιών , φτιαγμένη από ένα είδος αφάνας ( πόα )
Σάρωμα = Ψάθινη σκούπα
Σειριά  =  Σόι,  Γενιά
Σέκος(έπεσε σέκος)  =  Ξερός, νεκρός (επίσης  λεγόταν και για και οποίον  ήταν πολύ κουρασμένος)
Σέμπρος = Συνέταιρος σε διαφορές δουλειές
Σεμπριά = Συνεργασία σε διάφορες δουλιές
Σερνικό =  Αρσενικό
Σεργούνι = Περίγελος ή εξευτελισμός
Σιαπέρα = Προς τα εκεί
Συνταβλάου = Συντηρώ τη φωτιά φτιάνοντας  τα ξύλα να ενωθούν μεταξύ τους.
Σούγλα = Σούβλα
Σουλατσάρω  = Περπατάω , πάω βόλτα
Σούμπιτος = Ολόκληρος
Σουραύλι =  Πνευστό μουσικό όργανο . Λεγόταν και μεταφορικά για κάτι που ήταν μακρύ και λεπτό σε πάχος
Σώνω = Τελειώνω κάτι ( π.χ. σώνω το λάδι μου )
Σώσμα = Το κρασί και το λάδι  στο  τελείωμά του
Σβουνιά   =  Η κοπριά των αγελάδων
Σγούφτω = Σκύβω
Σγούμπα = Καμπούρα
Σγουμπαίνω  = Είμαι σκυφτός, καμπουριάζω
Σκαρίζω  = Βγαίνω έξω από κάπου π.χ. από το σπίτι
Σκατοψύχια = Κατάρες
Σκιαζάρια = Σκιάχτρα
Σκιά = Συκιά
Σκιάχτηκα = Τρόμαξα , φοβήθηκα
Σκοτούρα  = Ζάλη
Σκουτί = Ρούχο
Σκουτέλα =  Μεγάλο και βαθύ σκεύος, πήλινο, ξύλινο ή από πορσελάνη, που το χρησιμοποιούσαν για την προετοιμασία και το σερβίρισμα του φαγητού
Σκούζω = Φωνάζω
Σπιθούρι = Σπυράκι
Σπερνά  = Κόλλυβα
Στανιό = Ζόρι
Σταλίζω = Στέκομαι άπραγος
Στένεψη = Δυσφορία
Στεφανοχάρτι  = Άδεια γάμου
Στεφάνι = Γκρεμός
Σφουγγίζω ή σφουγγάου = Σκουπίζω κάτι να καθαρίσει  ή και να στεγνώνει μετά από πλύσιμο   
Σφουγκάτο  = Ομελέτα




Τάμπανο  = Κάτι πολύ σκληρό  που φυσιολογικά θα έπρεπε να είναι πιο μαλακό
Τάραμα = Αναστάτωση, θυμός
Ταρναρίζομαι =  Κουνιέμαι  ρυθμικά, με την έννοια ότι ενοχλώ  ή ταλαιπωρώ
Ταχιά  = Αύριο
Τουλούμι = Ασκί
Τούτος  = Αυτός
Τζερεμές  =  ανυπολόγιστο έξοδο και λεγόταν επίσης για ανθρώπους που προκαλούσαν ζημιές
Τέντα = Ανοικτά ( έμεινε το σπίτι τέντα )
Τέμπλα = Μακρύ ίσιο ξύλο με μικρή επεξεργασία  που χρησίμευε στο μάζεμα της ελιάς , της καρδιάς κ.τ.λ.
Τετράδη =  Τετάρτη
Τσεμπέρι = Γυναικεία μαντίλα
Τηράου = Βλέπω
Τραβιχτά = Γεωργικά εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν στο όργωμα
Tράβα  = Κεντρικό καδρόνι στέγης
Τρέκλισμα ή στρεκλάου  = Βάδισμα  με αστάθεια
Τριδόνες  = Ανησυχία. Λεγόταν σε άνθρωπο όταν δεν μπορούσε  να καθίσει σε ένα μέρος
Τριχιά  = Σκοινί που το χρησιμοποιούσαν να δένουν το φορτίο στο σαμάρι των μουλαριών κ.τ.λ.  
Τροκάνι = Είδος κουδουνιού για τα γίδια
Τσάγκρα  = Κυνηγετικό όπλο, εμπροσθογεμές ,μονόκανο και με βραχύ κοντάκι
Τσακμάκι  = Αναπτήρας
Τσακίσου = Βιάσου ,έλα ή πήγαινε γρήγορα 
Τσανάκι  = Σκεύος φαγητού ,κάτι σαν πιάτο και μεταφορικά ο παλιάνθρωπος
Τσαρούχι = Αυτοσχέδιο παπούτσι φτιαγμένο από λάστιχο
Τσάφτι  =  Πολύ τσουχτερό κρύο
Τσέτζερης  =   Ονομασία μαγειρικού σκεύους
Τσίφτης  =  Η πένσα
Τσόλι =  Φθαρμένο  ρούχο ή ύφασμα και μεταφορικά ο  παλιάνθρωπος
Τσουράπια = Κάλτσες
Τσουκάλι = χάλκινο στενό σκεύος με χερούλι για μαγείρεμα φαγητού στο τζάκι






Υφάδι  =   Νήμα ύφανσης





Φελί  =  Το κομμάτι του παστού βακαλάου
Φιλεύω = Κερνάω
Φούρκα = Ξύλινος μυτερός πάσσαλος , σε σχήμα διχάλας που τον χρησιμοποιούσαν για το φράξιμο των λαχανόκηπων
Φρούσαλα  =  Πολύ μικρά και ψιλά ξύλα
Φουσκί = Κοπριά ζώων
Φούσκα  =  Ουροδόχος κύστη αλλά , αργότερα  και το μπαλόνι
Φουρλατίζω = Είμαι νευριασμένος  ή και θυμωμένος
Φόλος  = Το αυγό που αφήνανε στη φωλιά για  να το βλέπουνε οι κότες και να γενούν  στο ίδιο μέρος
Φορτωτήρα =   Ξύλο που καταλήγει σε Υ και βοήθαγε  στο  φορτωθεί ένα ζώο
Φώτημα = Το χάραμα
Φλέσουρα  =  Ροκανίδια από τα ξύλα
Φρύγανα  = Κλαριά πουρναριού για το κάψιμο του φούρνου   
Φτενός = Λεπτός, στενός
Φτούνο ή και  εφτούνο =  Αυτό που κρατάς και αυτό που έχεις μπροστά σου
Φτούθε  =  Από εκεί που είσαι και  προς κάποια άλλη κατεύθυνση



 
Χαβάς = Επιμονή κάποιου σε κάτι ή ο καθένας το δικό του ( ο καθένας το χαβά του)
Χαγιάτι = Η σκεπαστή ξύλινη βεράντα
Χαζήρικο = Έτοιμο
Χαραμάδα  = Σχισμή ( είδα μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας κ.α. )
Χολιασμένος =  Θυμωμένος
Χαμπηλό = Χαμηλό
Χαμπέρι = είδηση Χουγιάζω=μαλώνω
Χάφτω ή χάβω  =  Αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα. Μεταφορικά  πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω
Χαψιά  =  Μπουκιά ψωμιού και μια κουταλιά  φαγητού  
Χερόβολο  =    Μικρό δεμάτι που χωράει και συγκρατείται σε μία κλειστή  παλάμη
Χορίγι = Ασβέστης
Χορομπουλάου  =   Χορεύω χωρίς ρυθμό και με πηδήματα
Χόχολη =   Η ζεστή στάχτη του τζακιού
Χουγιάζω  = Μαλώνω ,φωνάζω
Χούνη  =  Στενό μέρος που ο θόρυβος δημιουργεί αντίλαλο
Χούι =  Ελάττωμα , άσχημη συνήθεια
Χλιαίνω =   Ζεσταίνω
Χουχλάζει = Βράζει,  κοχλάζει
Χωρατό = Αστείο για να γελάσουμε
Χλαμπάτσα = Φλέμα
Χλιαίνω =  Ζεσταίνω
Χλιμίντρισμα = Κραυγή μουλαριού, κυρίως όταν βλέπει να του πηγαίνουν φαγητό
Χτικιάρης  =  Ο φυματικός, ο φθυσικός
Χτικιό  = Ανίατη ασθένεια,  φυματίωση





Ψες  =  Εχθές
 

4 σχόλια: